- παραλογίζομαι
- παραλογίστηκα, παραλογισμένος, λέω ή κάνω κάτι αντίθετο στη λογική, ανοηταίνω: Όταν χάνεις την ψυχραιμία σου, παραλογίζεσαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραλογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραλογίζομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… … Dictionary of Greek
παραλογίζεσθε — παραλογίζομαι pres imperat mp 2nd pl παραλογίζομαι pres ind mp 2nd pl παραλογίζομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλελογισμένων — παραλογίζομαι perf part mp fem gen pl παραλογίζομαι perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλελογίσμεθα — παραλογίζομαι perf ind mp 1st pl παραλογίζομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζομένων — παραλογίζομαι pres part mp fem gen pl παραλογίζομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζόμεθα — παραλογίζομαι pres ind mp 1st pl παραλογίζομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζόμενον — παραλογίζομαι pres part mp masc acc sg παραλογίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισαμένων — παραλογίζομαι aor part mp fem gen pl παραλογίζομαι aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)